ἐπιχειρίσαι — ἐπιχειρίζω set upon aor inf act ἐπιχειρίσαῑ , ἐπιχειρίζω set upon aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειριζόμην — ἐπιχειρίζω set upon imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρισθῇς — ἐπιχειρίζω set upon aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρισθέν — ἐπιχειρίζω set upon aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρισθῶσι — ἐπιχειρίζω set upon aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρίζεσθαι — ἐπιχειρίζω set upon pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρίζοντο — ἐπιχειρίζω set upon imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρίσαντες — ἐπιχειρίζω set upon aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρίσειας — ἐπιχειρίζω set upon aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχείρισας — ἐπιχειρίζω set upon aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχειρίζομαι — (Α ἐπιχειρίζω Μ ἐπιχειρίζομαι) [χειρίζω] μσν. νεοελλ. 1. επιχειρώ 2. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι 3. συναναστρέφομαι | μσν. επεμβαίνω αρχ. 1. προσβάλλω, επιτίθεμαι 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐπικεχειρισμένος, η, ον αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί… … Dictionary of Greek